- περίψυκτος
- -ον, Α [περιψύχω]1. αυτός που έχει ψυχθεί από παντού, πολύ ψυχρός2. (για πρόσ.) μτφ. πολυαγαπημένος, παραχαϊδεμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίψυκτος — very cold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίψυκτον — περίψυκτος very cold masc/fem acc sg περίψυκτος very cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιψύκτοις — περίψυκτος very cold masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίψυκτοι — περίψυκτος very cold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)